φιλόθεος

φιλόθεος
I
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο στα Σαμόσατα της Κομαγηνής, τον 3o αι., μαζί με τους Άβιβο, Ιάκωβο, Ιουλιανό, Παρηγόριο, Ρωμανό και Υπερέχιο. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Ιανουαρίου.
2. Ιδρυτής της μονής Φιλοθέου στο Άγιο Όρος. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Ιανουαρίου.
3. Καταγόταν από την Παλαιστίνη και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (286 – 305), μαζί με τους συμπατριώτες του Θεότιμο και Τιμόθεο. Η μνήμη του τιμάται στις 5 Νοεμβρίου.
II
(10ος αι.). Πρωτοσπαθάριος του Βυζαντίου και συγγραφέας. Έγραψε το περίφημο έργο Κλητορολόγιον, που πραγματεύεται την τάξη των κρατικών λειτουργών κατά βαθμό αξιώματος και των ξένων απεσταλμένων στις δημόσιες εκδηλώσεις της αυλής. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε γύρω στο 900 μ.Χ., στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα Στ’ του Σοφού και αποτέλεσε την πηγή για το έργο Βασίλειος τάξις του Κωνσταντίνου Z’ του Πορφυρογέννητου.
* * *
-η, -ο / φιλόθεος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά και σέβεται τον θεό ή τους θεούς, θεοσεβής
αρχ.
ο προσφιλής στον θεό.
επίρρ...
φιλοθέως Α
με αγάπη για τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + θεός (πρβλ. ἀδελφό-θεος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Φιλόθεος — loving God masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόθεος — loving God masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόθεος — η, ο 1. αυτός που αγαπάει το Θεό, θεοσεβής, ευσεβής. 2. το αρσ. ως ουσ., Φιλόθεος κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φιλόθεος ο Κόκκινος — Πατριάρχης (1353 54, 1364 76) της Κωνσταντινούπολης. Μόναζε στη μονή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους και πριν χειροτονηθεί πατριάρχης είχε διατελέσει μητροπολίτης Ηρακλείας (1347 53). Διακρινόταν για τη χρηστότητα του ήθους, τη μόρφωση και τη …   Dictionary of Greek

  • Βρυέννιος, Φιλόθεος — (1835 – 1914).Ιεράρχης και επιφανής θεολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της εκκλησιαστικής ιστορίας στη Θεολογική Σχολή Χάλκης και το 1865 έγινε διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Το 1874 πήρε μέρος, μαζί με τον αρχιμανδρίτη Ιωάννη Αναστασιάδη,… …   Dictionary of Greek

  • Σκούφος, Φιλόθεος — Έλληνας ζωγράφος (Χανιά ; Ζάκυνθος 1685). Μοναχός και ηγούμενος της Μονής Χρυσοπηγής, στα Χανιά, μετά την άλωση της γενέτειρας του από τους Τούρκους (1645) κατάληξε στη Βενετία, όπου υπηρέτησε ως εφημέριος του Άγιου Γεώργιου των Ελλήνων (1655… …   Dictionary of Greek

  • φιλοθεωτάτων — φιλόθεος loving God fem gen superl pl φιλόθεος loving God masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοθεώτατον — φιλόθεος loving God masc acc superl sg φιλόθεος loving God neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοθέως — φιλόθεος loving God adverbial φιλόθεος loving God masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόθεον — φιλόθεος loving God masc/fem acc sg φιλόθεος loving God neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”